- καταπλώω
- καταπλώω (Α)ιων. τ. βλ. καταπλέω.[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + πλώω «πλέω»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κατάπλωσις — κατάπλωσις, ἡ (Α) [καταπλώω] (ιων. τ. αντί κατάπλους) η επιστροφή στην πατρίδα διά θαλάσσης … Dictionary of Greek
καταπλέω — (AM καταπλέω, Α και ιων. τ. καταπλώω) 1. πλέω από το πέλαγος προς την ακτή, κατευθύνομαι με πλοίο προς το λιμάνι, εισέρχομαι σε λιμάνι ή όρμο, ελλιμενίζομαι, προσορμίζομαι 2. φρ. «καταπλέω τον ποταμό(ν)» πλέω προς τις εκβολές, κατά το ρεύμα τού… … Dictionary of Greek